μαύρες τρύπες

μαύρες τρύπες
(Αστρον.). Αντικείμενο, η μάζα του οποίου είναι συγκεντρωμένη σε πολύ περιορισμένη περιοχή ώστε η ταχύτητα διαφυγής από αυτό να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Εικάζεται ότι όταν ένα άστρο εξαντλήσει τα πυρηνικά του καύσιμα, η πίεση προς τα έξω δεν θα μπορεί να συντηρηθεί και το άστρο θα αναγκασθεί να καταρρεύσει από την ίδια του τη βαρυτική έλξη. Καθώς το άστρο θα συρρικνώνεται, η ένταση του βαρυτικού πεδίου στην επιφάνειά του θα αυξάνει με αποτέλεσμα να αυξάνει και η ταχύτητα διαφυγής από την επιφάνειά του. Για ένα κοινό άστρο με μάζα δεκαπλάσια από αυτήν του Ήλιου, όταν η ακτίνα του περιοριστεί σε περίπου 30 χλμ., η ταχύτητα διαφυγής θα ξεπεράσει την ταχύτητα του φωτός. Σύμφωνα με την ειδική θεωρία της σχετικότητας, εφόσον δεν μπορεί να διαφύγει το φως, τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει. Θα προκύψει λοιπόν μια περιοχή του χωροχρόνου από την οποία θα είναι αδύνατη η διαφυγή κάθε αντικειμένου, ενώ ό,τι βρεθεί σε μια μ.τ. θα χαθεί για πάντα. Ωστόσο η κβαντική μηχανική επιτρέπει την εκπομπή ύλης και ενέργειας από μια μ.τ. και μάλιστα ο ρυθμός της είναι αντιστρόφως ανάλογος με το μέγεθος της μ.τ.· το όριο της μ.τ. ονομάζεται ορίζοντας γεγονότων. Η άμεση παρατήρηση μιας μ.τ. δεν είναι εφικτή, ωστόσο είναι δυνατή η έμμεση παρατήρηση και σήμερα η επιστήμη διαθέτει ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη μ.τ. σημαντικού μεγέθους, όπως η πηγή ακτίνων Χ στον αστερισμό του Κύκνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”